περίπλοκος

περίπλοκος
-η, -ο / περίπλοκος, -ον, ΝΜΑ [περιπλέκω]
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος
2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής
3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη κατάσταση»)
β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, περιπεπλεγμένος
μσν.-αρχ.
1. (για φίδι) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος
2. τυλιγμένος γύρω από κάτι, περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («ὅρμος περίπλοκος αὐχένι», Νόνν.)
3. πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
περίπλοκα Ν
με περίπλοκο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίπλοκος — entwined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλοκος — η, ο 1. ο σύνθετος, αυτός που αποτελείται από πολλά πράγματα ή συνδυασμούς: Περίπλοκη κατασκευή. 2. ο δύσκολος, ο μπερδεμένος: Περίπλοκη υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίπλοκον — περίπλοκος entwined masc/fem acc sg περίπλοκος entwined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλοκα — περίπλοκος entwined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέκω — (Α) (επιτ. τ. τού πλέκω) 1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω 2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω 3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ άλλη ερμ., πλαταίνω 4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τόν μπερδεύω κάπου 5. παρεμβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • обь˫атиѥ — ОБЬ˫АТИ|Ѥ (1*), ˫А с. Объятие: дажь ми, чадо, конечьнеѥ ѡбь˫атие. азъ бо надѣ˫ахъсѧ тобою погребена быти (τὰς... περιπλοκος) Пч к. XIV, 128 об. Ср. обѧтиѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • оплѣтаниѥ — ОПЛѢТАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. оплѣтати. Образн.: егда же кто подвигнеть(с). изити ѿ тьмы мира сего. доньдеже есть скровенъ в немь. не можеть видити оплѣтании его. и тако. не токмо ѹч҃нкы сво˫а. и чада и свѧзаны(х) внутрь в немь. но и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ακανθώδης — (acanthoessus). Γένος ψαριών των γλυκών και γλυφών νερών που έχει εκλείψει. Έζησε κατά τη δεβόνιο και πέρμιο περίοδο. Απολιθώματά του βρέθηκαν σε ψαμμιτικά υποστρώματα της Σκοτίας, του Καναδά και της Ρωσίας. Είχε μικρό κεφάλι και μακρύ σώμα που… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”